- βούληται
- βούλομαιwillpres subj mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βουληταί — βουλητός that is fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ADULTERA — priusquam convincitur, suspecta est: dequae Lex sic sonar Numer. c. 5. v. 12. Si viri cuiuscumque uxor declinaverit, et immunda Facita fuerit adduct vir ille uxorme suam ad Sacerdotem, adducatque cum ea sacrisicium pro ea adducet itaque illam… … Hofmann J. Lexicon universale
FOENUS — ex fetu, i. e. partu pecuniae, ut Gr. τόκος ἀπὸ τοῦ τίκτειν, Varro. Alii a fundo, quia fructus fundit: vel a fetendo, quod eiusmodi lucrum feteat in Rep. primitus appellabatur naturalis terrae fetus, postea per translationem, nummorum fetum… … Hofmann J. Lexicon universale
επίκληρος — ἐπίκληρος και δωρ. τ. ἐπίκλαρος, η (Α) [κλήρος] 1. μοναχοκόρη που κληρονομούσε όλη την πατρική περιουσία και την οποία σύμφωνα με τον νόμο έπρεπε να τήν παντρευτεί ο πλησιέστερος συγγενής («νῡν δ’ ἔξεστι δοῡναί τε τὴν ἐπίκληρον ὅτω ἂν βούληται»,… … Dictionary of Greek
οπωρίζω — ὀπωρίζω (Α) [οπώρα] 1. συλλέγω καρπούς («τὰ γενναῑα σῡκα ἐπονομαζόμενα ὀπωρίζειν βούληται», Πλάτ.) 2. τρώω φρούτα 3. αφαιρώ από κάποιο δέντρο τους καρπούς («ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῡντες τοὺς φοίνικας», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
πότερος — έρα, ον, και ιων. τ. κότερος, η, ον, Α Ι. (ερωτ. αντων.) σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. ποιος από τους δύο; (α. «οὐκ ἀν γνοίης ποτέροισι μετείη», Ομ. Ιλ. β. «κότερα τούτων αἱρετώτερά ἐστι»; Ηρόδ. γ. «ἐρωτώσης τῆς μητρός, πότερος καλλίων… … Dictionary of Greek
βούληθ' — βούλητα , βούλητος neut nom/voc/acc pl βούλητε , βούλητος masc/fem voc sg βούληται , βούλομαι will pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούλητ' — βούλητα , βούλητος neut nom/voc/acc pl βούλητε , βούλητος masc/fem voc sg βούληται , βούλομαι will pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)